κουντού

κουντού
Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1-1,50 μ., μήκος περίπου 1,20 μ. (εκτός της ουράς) και φέρει αποκλίνοντα και ελικοειδή κέρατα, μήκους μέχρι 1,50 μ. Έχει τρίχωμα χρώματος κοκκινωπού έως γκρίζου-μπλε, το οποίο σκουραίνει με την ηλικία, και μαύρη ουρά. Κατά μήκος της ράχης φέρει 6-10 κάθετες λευκές ταινίες· επίσης, το αρσενικό έχει ένα γένι κάτω από τον λαιμό, το οποίο απουσιάζει από τα θηλυκά άτομα. Τα κ. είναι φυτοφάγα ζώα και τρέφονται με μεγάλη ποικιλία φύλλων, ποών, καρπών ή ανθών. Ζουν σε αγέλες των 1-3 ενηλίκων και των απογόνων τους, χωρίς να παρατηρείται ιεραρχική οργάνωση. Το μεγάλο κ. ζει στην ανατολική και στη νότια Αφρική· ο πληθυσμός του είναι περισσότερο πυκνός στον νότο, ενώ στην ανατολική Αφρική είναι διάσπαρτος και αποτελείται από πολλές απομονωμένες ομάδες στα βουνά. Το μικρό κ. είναι παρόμοιο με το προηγούμενο, αλλά έχει μικρότερες διαστάσεις. Η επιστημονική του ονομασία είναι Tragelaphus imberbis. Έχει ύψος 0,90-1,05 μ. και μήκος που κυμαίνεται από 1,10 έως 1,75 μ. Στο είδος αυτό, το τρίχωμα των θηλυκών είναι καστανοκόκκινο, ενώ των αρσενικών είναι γκρίζο του σχιστόλιθου. Στο μικρό κ. λείπει το πλούσιο τρίχωμα κάτω από τον λαιμό, που χαρακτηρίζει το μεγάλο κ., ενώ συναντώνται οι άσπρες κάθετες ταινίες στα πλευρά του ζώου, οι οποίες είναι περισσότερες. Το πρόσωπό του φέρει δύο μαύρες λωρίδες, οι οποίες ξεκινούν από τα μάτια και καταλήγουν στη μύτη, και δύο άσπρες λωρίδες κατευθυνόμενες από τα μάτια προς το κέντρο του προσώπου. Τέλος, υπάρχουν τέσσερα άσπρα στίγματα στην κάτω σιαγόνα (δύο σε κάθε πλευρά). Όπως και το μεγάλο κ., το μικρό κ. είναι χορτοφάγο, ενώ είναι νυκτόβιο ζώο και αναζητεί την τροφή του κατά το σούρουπο ή την αυγή. Είναι διαδεδομένο μόνο στη νοτιοανατολική Αφρική και, αντίθετα με το πρώτο, προτιμά να ζει στους κάμπους και όχι στις ορεινές ζώνες. Το μικρό κ. είναι δύσκολο να παρατηρηθεί στο φυσικό του περιβάλλον, λόγω της ικανότητάς του να κρύβεται και επειδή έχει πολύ καλή ακοή που του επιτρέπει να προστατεύεται από τους θηρευτές του. Ένα κουντού (Τragelaphus imberbis) με το μικρό του.
* * *
το
ζωολ. κοινή ονομασία τών ειδών Tragelaphus strepsiceros και Τ. imberbis, αρτιοδάκτυλων θηλαστικών τής οικογένειας bovidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. koodoo ή kudu < αφρικ. koedoe πιθ. < iqudu, iquda, γλώσσα τών Xhosa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιλόπη — Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • παρασιπάριο — το ναυτ. το μικρότερο από τα παρίστια, δηλαδή τα συμπληρωματικά ιστία τών μεγάλων ιστιοφόρων πλοίων, που ανοίγεται στις πλευρές τών σιπάρων ή σιπαρίων, κν. κουρτελατσίνι ή κουρτελάτσα τού κούντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σιπάριο «τετράγωνο πανί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”